Γιώργος
Σταματόπουλος
Διαβάζουμε
και ανατριχιάζουμε την ανακοίνωση των καναλαρχών για τα είκοσι πέντε χρόνια της
«ελεύθερης τηλεόρασης»:
Η ιδιωτική τηλεόραση συνέβαλε στην πολυφωνία, προήγαγε
τον πολιτισμό, κράτησε συντροφιά σε πολλούς συνανθρώπους μας σε δύσκολες
στιγμές. Και κατήργησε μια μονοδιάστατη θέαση των πραγμάτων, που μέχρι τότε
υπήρχε.
Λέξη βεβαίως για τα δάνεια, τις απολύσεις, τους
παχυλούς μισθούς των πρόθυμων της δημοσιογραφίας, που αυξάνονται και
πληθύνονται (οι πρόθυμοι, όχι οι μισθοί), τη διαπλοκή με το Δημόσιο, τις
μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας για τους μικρούς του ρεπορτάζ (που αν επιδείξουν
την κατάλληλη προθυμία, θα γίνουν κάποτε και αυτοί μεγάλοι) και πολλά ακόμη που
δεν περιποιούν τιμή, τουλάχιστον στην προαγωγή του πολιτισμού.
Διότι, πολιτισμός δεν είναι δύο φτηνές εκπομπές για το
δημοτικό τραγούδι ή ένα δίλεπτο στο τέλος κάθε δελτίου των κεντρικών ειδήσεων
για θεατρικές παραστάσεις ή κάποια συναυλία· είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.
Ο ίδιος ο τρόπος που διαχειρίζεται κάποιος τη δημόσια
συχνότητα (η εικόνα του, ο λόγος του, η ευγένειά του, η αποφασιστικότητά του, η
ανεξαρτησία, ο σεβασμός στην Ιστορία και την κοινωνία)· αυτό είναι πολιτισμός.
Να μας συμπαθάνε οι καναλάρχες αλλά είναι αυτοί οι
ίδιοι με τις επιλογές τους που έχουν καταστρέψει κάθε ίχνος πολιτισμού, κάθε
ικμάδα του.
Η ιδιωτική τηλεόραση, αλλά στη χώρα μας και η κρατική,
έγινε το νέο πρότυπο συμπεριφοράς για τους πολλούς, ειδικώς για τις πιο
ευπαθείς ομάδες (νέους, νοικοκυρές, ηλικιωμένους).
Το μικρό αυτό κουτί θεωρήθηκε ένα μικρό Χόλιγουντ,
αυτό που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους, επιβάλλοντάς τους καταναλωτικές
μανίες, διαχέοντας λάμψη, καθορίζοντας ενδυμασία και συμπεριφορά, προάγοντας
μια φιλελεύθερη σούπα δικαιωμάτων και μειονοτήτων, αφήνοντας στο απυρόβλητο το
κεφάλαιο και τις ορντινάντσες του.
Τι να πούμε για την ελληνική γλώσσα. Κακοποιήθηκε και
εξακολουθεί να συμβαίνει, εκχυδαΐστηκε, έγινε απλή και καθημερινή τάχα.
Ας φανταστούμε μόνο ότι οι νέοι ή και καταξιωμένοι
συγγραφείς χρησιμοποιούν τη δημοσιογραφική γλώσσα στο έργο τους διότι είναι
εύπεπτη, άμεση, ζωντανή, ρέουσα.
Το παρόν εξεδίωξε το πολύτιμο και ζείδωρο (ζώπυρο
κ.λπ.) παρελθόν.
Οχι μόνο συγγραφείς αλλά και ποιητές και
πανεπιστημιακοί, πνευματικοί άνθρωποι δηλαδή, έχουν υιοθετήσει τη χρήση αυτής
της μπασταρδεμένης γλώσσας.
Εάν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, αυτή τη γλώσσα
χρησιμοποιούν και οι υπεύθυνοι της ελληνικής Παιδείας και εκπαίδευσης. Οι
δημοσιογράφοι υποκατέστησαν τους εκπαιδευτικούς. Χάλια. Λίγοι από τους
δεύτερους αντιδρούν αλλά, ως συνήθως, πλέον, δεν εισακούονται.
Για να βγει στο ξέφωτο της οικουμένης και της
ανταγωνιστικότητας ένα έθνος, οφείλει να έχει ανθρώπους με βαθιά
ιστορική-εθνική συνείδηση· χωρίς ταυτότητα δεν συναντάς την ετερότητα.
Λοιπόν; Ποιον ακριβώς πολιτισμό παρήγαγαν οι
ξεδιάντροποι καναλάρχες; Μήπως αυτόν της ρουφιανιάς, της ιδιοτέλειας, της
διαπλοκής;
Αυτά, όμως, δεν έχουν σχέση με τη βούληση του ανθρώπου
και τη συνείδησή του· με την ηθική, την αισθητική, το δίκαιο και την ελευθερία.