Σκούρα τα πράγματα για την υπόθεση που
ονομάζεται ελευθερία του Τύπου. Το ελληνικό χωριό αναστατώθηκε από τις
διαγραφές / επιπλήξεις «λειτουργών της ενημέρωσης» (με αφορμή τη στάση τους στο
γεμάτο ουσία δημοψήφισμα του ΝΑΙ και ΟΧΙ) από την έγκριτη Ένωσή τους, την ΕΣΗΕΑ
– τη σημαντική αυτή Ένωση.
Κατήγοροι και κατηγορούμενοι, διαγράφοντες και
διαγραφόμενοι, επιπλήττοντες και επιπληττόμενοι, συγκλονισμένοι,
αγανακτισμένοι, προέβησαν σε ανελέητες καταγγελίες· με το κοινό, αφυπνισμένο ως
συνήθως, να παίρνει κι αυτό θέση, τασσόμενο υπέρ του ενός και κατά του άλλου,
σε μια σύγκρουση που πιστεύει ότι το αφορά.
Και από την άλλη, τα
πειθήνια γκαρσόνια της ενημέρωσης που παριστάνουν τους δημοσιογράφους (οι
σταρλετίτσες του εγχώριου ενημερωτικού βαριετέ), ξεκωλιασμένα έως αιμορραγίας
από τους εργοδότες τους, ωρύονται –δήθεν– για τον βιασμό της ελευθερίας του
Τύπου, ενώ βιασμένα είναι κατ’ αρχάς τα ίδια –και μάλιστα κατά συρροήν– από τα
αφεντικά τους, ώστε να φέρνουν εις πέρας τον ρόλο που τους έχει ανατεθεί για
ένα γλίσχρο (πλέον) μεροκάματο...
Αφού νοιάζεται μόνο για επιβεβαίωση των
προκαταλήψεών του και των ήδη διαμορφωμένων βεβαιοτήτων του – των μυθολογιών
του. Αυτό το ίδιο κοινό που ενώ, υποτίθεται, θίγεται από την κατάπτωση της
ενημέρωσης και με τις οιμωγές του μας έχει ζαλίσει κάποια ευαίσθητα σημεία,
ακόμη και στο «ελεύθερο διαδίκτυο» (τρανταχτά γέλια) καταξιώνει Ζούγκλες, Χίους
και Ευαγγελάτους, αφού από κει ενημερώνεται και αυτό ζητάει η ψυχούλα του.
Η αλήθεια είναι ότι ενημέρωση της προκοπής
δεν επιθυμούν ούτε οι μηντιάρχες ούτε οι δημοσιογράφοι ούτε το κοινό. Γιατί αν
την ήθελαν θα υπήρχε. Από το ίδιο περιττωματικό υλικό είμαστε φτιαγμένοι όλοι.
Βέβαια, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό.
Αφού, στον ένα ή τον άλλο
βαθμό, το ίδιο δεν ισχύει πάντα και παντού με τη δημοσιογραφία – οι
αναλογίες διαφέρουν. Εντάξει, παντού μεν συμβαίνουν αυτά, αλλά στο ελληνικό
καφενείο η κατάσταση έχει παραγίνει. Αφού εδώ έχουν βαλκανοποιηθεί τόσο πολύ τα
πράγματα που δεν τηρούνται πλέον ούτε τα πιο στοιχειώδη προσχήματα.
Είπαμε, οι μπαλαφάρες δημοσιογράφοι, οι
περιδεείς αυτοί μικροοργανισμοί, ισχυρίζονται ότι υπέστησαν διώξεις για τη
γνώμη τους· όταν είναι τα κακόηχα κασετόφωνα των αφεντικών τους. Οι
αποτυχημένοι παρωπιδικοί συνδικαλιστές υποστηρίζουν ότι διαγράφουν /
επιπλήττουν, γιατί εξεγείρονται για την παραβίαση της δημοσιογραφικής
δεοντολογίας· όταν κίνητρό τους είναι η εκδίκηση που βασίζεται στην ιδεολογική
τους τύφλωση.
Και στη μέση το κοινό, χωρίς απαιτήσεις, αφού απλώς επιδοκιμάζει
αυτό με το οποίο εκ των προτέρων συμφωνεί και αποδοκιμάζει αυτό με το οποίο εκ
των προτέρων διαφωνεί.
Ούτε, όμως, και κανένας «θεσμός» ανησυχεί αληθινά για
παραβιάσεις σε δεοντολογίες. Όλα είναι προσχηματικά. Κι έτσι προχωράμε
καταναλώνοντας άφθονο πίτουρο, προσφερόμενο από σταυροφόρους του ΝΑΙ και
ιερολοχίτες του ΟΧΙ, από άγρυπνους φρουρούς της δεοντολογίας, συνοδεία φάλτσων
ηρωικών ασμάτων για φίμωση της ενημέρωσης, για εμπόδια στην ελευθεροτυπία, ενώ
το πρόβλημα βρίσκεται, ως συνήθως, αλλού.
Ασφαλώς, ακόμη κι αν στη θέση της αστείας
ΕΣΗΕΑ υπήρχε μια σοβαρή δημοσιογραφική ένωση, και πάλι θα τιμωρούσε τα
σκούζοντα φερέφωνα των καναλαρχών. Όχι, φυσικά, για τις γελοίες γνώμες τους
–εντελώς αδιάφορες ούτως ή άλλως–, ούτε για λόγους «ιδεολογίας», αλλά με
κριτήρια αμιγώς επαγγελματικά –
για τα εξευτελιστικά προς κάθε έννοια
στοιχειώδους δεοντολογίας (και αυτοεξευτελιστικά) καραγκιοζιλίκια τους. Και οι
άδειες λειτουργίας νομίζουμε ότι θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα κανάλια για την
καταγέλαστη δημοσιογραφία που προσφέρουν: αποκλεισμός κάθε αντίθετης άποψης,
παραποίηση των γεγονότων, λίστες εκλεκτών και λίστες προγραμμένων,
δαιμονολογία.
Και όλα αυτά στο μπλέντερ με τη συνήθη μικρολογία / μωρολογία –
σταθερό υλικό παρασκευής κάθε δημοφιλούς ενημερωτικού εδέσματος. Εμείς,
μάλιστα, θα τολμήσουμε, πέρα από τις διαγραφές, να εισηγηθούμε και εντατικό
ραβδισμό. Με την επανασύσταση του σώματος των ραβδούχων να είναι πιο επιτακτική
από ποτέ.
Ώστε οι λειτουργοί του συγκεκριμένου σώματος να ενεργούν δυναμικά επί
της ράχης όλων αυτών των σαλτιμπάγκων της «ενημέρωσης» μπας και τους
επαναφέρουν στην τάξη. Δεν θα ήταν, όμως, διόλου άσχημη ιδέα να δεχθεί
μπόλικους ραβδισμούς και το κοινό. Νομίζουμε ότι το αξίζει – και με το
παραπάνω.
Και σαν τα προαναφερθέντα εμπλεκόμενα μέρη
(δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, εκδότες και κοινό) να μην ήσαν αρκούντως φαιδρά,
έχουμε και τους αναπόφευκτους «διανοούμενους» – τις τσόντες του καθεστώτος.
Που
σκάνε κι αυτοί μύτη στην αγορά για να κανοναρχήσουν (κατ’ εντολήν των
χορηγών τους). «Όχι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα» φωνάζουν οι χλεμπονιάρηδες
«διανοητές» του αριστερισμού. «Όχι στον περιορισμό της ελευθερίας» τσιρίζουν οι
θεσμικοί «διανοούμενοι» / βαστάζοι του «συστήματος» (το οποίο καταγγέλλουν στη
θεωρία ως διεφθαρμένο, αλλά κάνουν τούμπες για να γίνουν –χαμηλόμισθοι–
υπηρέτες του).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια
ελευθερώσει υμάς» διακήρυττε ο Ιωάννης ο αλιεύς. Αλλά θέλει, άραγε, κανείς
στ’ αλήθεια την αλήθεια; Θέλει, άραγε, κανείς να ελευθερωθεί; Και ποιος θα
παράσχει την αλήθεια (και άρα την ελευθερία); Η (εμπορική) δημοσιογραφία;
Αστεία πράγματα... Οπόταν, ας γευτούμε απολαυστικά την κομματική / ιδεολογική
σκυλοτροφή με γαρνιτούρα τις κατηγορίες για φίμωση της ελευθερίας του Τύπου και
τις επιπλήξεις / διαγραφές.
Κι ας υποστούμε, περίπου αναγκαστικά, και την
ηρωοποίηση ακόμη και του γραφικού Πορτοκλάστε, τον αυτοφοράκια του Αλαφούζου,
του επιφορτισμένου με τον ρόλο που έπαιζε την εποχή ισχύος της Αυριανής ο
Κοντοπάνος για τον Κουρή· την αγιοποίηση του αντιαισθητικού βαλέ του
κοντόχοντρου φαλακρού καναλάρχη (και αποτυχημένου ποδοσφαιρικού παράγοντα) που
θέλει να δημιουργήσει ελληνικό BBC (γέλια) με Πορτοκλάστες, Μπόγδανους, Τσίμες και
Θωμαΐδηδες. Και ας σταθούμε βιτζιλάντικα εμπρός στο πρόβλημα. Παίρνοντας θέση.
Δυναμικά και καταγγελτικά. Υπέρ των επιπληττόντων ή υπέρ των επιπληττομένων. Εν
πλήρη ελευθερία. Γιατί το ξέρουμε καλά πια: η ελευθερία του Τύπου κινδυνεύει!