Στο τέλος του παιχνιδιού,
αξίζει να εξεταστεί το αν η ελληνική κυβέρνηση θέλει πραγματικά να καταλήξει σε
συμφωνία με τους πιστωτές της, σχολιάζει ο Marc Champion.
Οι
διαπραγματεύσεις αυτές πηγαίνουν τόσο άσχημα, για τόσο πολύ καιρό και με τόσο
μικρή πρόοδο, που το ερώτημα «Τι επιδιώκουν οι Έλληνες;» ακούγεται συχνά.
Σε
ένα πρόσφατο άρθρο, ο φυσικός Mark Buchanan δίνει την ενδιαφέρουσα απάντηση ότι
η Ελλάδα και οι πιστωτές της μπορεί να έχουν κολλήσει σε ένα
«παιχνίδι-τελεσίγραφο» - μια κατάσταση κατά την οποία δύο άνισα μέρη δεν
μπορούν να φθάσουν σε λογική συμφωνία, διότι το ασθενέστερο μέρος είναι πολύ
προσβεβλημένο από αυτό που του προσφέρουν.
Όπως λέει ο Buchanan, υπήρξαν πολλές
απόπειρες να εξηγηθούν οι ακανόνιστες δράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που
συχνά ενθαρρύνονται από την εμπειρία της θεωρίας των παιγνίων του Έλληνα
Υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη.
Ο φόβος μου είναι ότι αυτό δεν είναι ένα
παιχνίδι και ότι η ελληνική θέση είναι δυνατόν να προσδιοριστεί από
ορθολογικούς, παρότι παραδόπιστους και άστοχους, πολιτικούς υπολογισμούς.
Μπείτε
στη θέση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Είναι επικεφαλής σε ένα κόμμα-ομπρέλα
που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο συγκέντρωσε κάμποσες περιθωριακές ομάδες , που
κυμαίνονται από νεο-μαρξιστές και τροτσκιστές, ως φεμινίστριες και οικολόγους.
Αυτό που έχουν κοινό είναι ότι είναι όλα, σε γενικές γραμμές, αντικαπιταλιστικά
και αντικαθεστωτικά.
Κανένα
από αυτά δεν πλησίαζε καν στον σχηματισμός εθνικής κυβέρνησης, και μέχρι
καναδυό χρόνια πριν ούτε καν το περίμεναν.
Η ευθυγράμμισή τους πίσω από κάθε
πολιτική που υποστηρίζει μια σοβαρή παραχώρηση στο κατεστημένο –το οποίο στην
περίπτωση αυτή περιλαμβάνει τη Γερμανία, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και τα κόμματα στην Ελλάδα - θα είναι σαν
μιας αγέλης.
Ακόμα
περισσότερο, η βάση στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει πολλούς από τους
μακροχρόνια ανέργους στην Ελλάδα, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν αν η
Ελλάδα φύγει από το ευρώ ή από την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων,
καθώς
και άτομα με κατεστημένα συμφέροντα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, οι
οποίοι μπορεί να χάσουν τα πάντα.
Το
πρόβλημα αυτό ενισχύεται από τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την
εξουσία, καθώς υποσχέθηκε τα πάντα σε όλους.
Ο Τσίπρας και το κόμμα του έκαναν
προεκλογική εκστρατεία βασισμένοι στην υπόσχεση να σταματήσει η συμμόρφωση
στους βασικούς όρους της μεγαλύτερης διάσωσης ενός κυρίαρχου έθνους στην
ιστορία. Αμφισβήτησαν (σωστά) τα στοιχεία της λιτότητας μέσα σε αυτήν και
(λανθασμένα) τις απαιτήσεις για την οικονομική μεταρρύθμιση.
Την
ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να εκλεγεί λέγοντας ότι αυτό θα απαιτούσε
αθέτηση του χρέους και έξοδο από το ευρώ, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες δεν
ήθελαν τη δραχμή - και σύμφωνα με μια δημοσκόπηση στις αρχές του μήνα, το 74
τοις εκατό ακόμα δεν τη θέλει.
Έτσι, το κόμμα πρότεινε μια πρόταση που θα
μπορούσε να επιτευχθεί μόνον εάν οι εταίροι της ευρωζώνης στην Ελλάδα και το
ΔΝΤ συνθηκολογούσαν: να τερματίσει τους όρους διάσωσης, αλλά να κρατήσει το
σχέδιο διάσωσης.
Αυτό
έχει φέρει τον Τσίπρα και τους διαπραγματευτές του σε μια δυσάρεστη θέση. Το να
αποδεχτεί κάτι που αλλάζει απλά το πακέτο διάσωσης, αλλά συνεχίζει τη λιτότητα
και τις μεταρρυθμίσεις θα επιφέρει τεράστιο πολιτικό ρίσκο.
Ο Τσίπρας πρόσφατα
πήρε μια γεύση από αυτό, όταν επέστρεψε στην Αθήνα με μια νέα προσφορά από τους
πιστωτές: ένα μεγάλο μέρος του κόμματός του επαναστάτησε και άλλαξε την
προφανώς ανοιχτόμυαλη στάση του μέσα σε λίγες ώρες. Την ίδια στιγμή, αν ο
Τσίπρας απλά αποχωρούσε από τις συνομιλίες, θα ακολουθούσαν η χρεοκοπία και το
Grexit.
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν θα ήθελαν κάτι τέτοιο και θα τον
κατηγορούσαν επειδή θα προκαλούσε μια πανωλεθρία για την οποία δεν ψήφισαν.
Έτσι, είναι καταδικασμένος αν κάνει μια συμφωνία που οι πιστωτές θα δεχτούν,
και είναι καταδικασμένος και αν δεν την κάνει.
Η
ειλικρινής διέξοδος από αυτό το δίλημμα θα ήταν να γίνει είτε ένα δημοψήφισμα ή
νέες εκλογές για να απαντηθεί το σαφές ερώτημα αν οι Έλληνες προτιμούν να
τηρήσουν τους όρους διάσωσης, ή να φύγουν από το ευρώ. Αλλά υπάρχει και μια
άλλη πιθανότητα.
Αν δεν
αποχωρήσει η ελληνική πλευρά αλλά η ευρωζώνη και το ΔΝΤ; Σε αυτή την περίπτωση
οι Έλληνες θα μπορούσαν να τους κατηγορήσουν για ένα Grexit, παρά να
κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έκανε ό,τι μπορούσε
και ότι εξακολουθεί να θέλει μια συμφωνία.
Ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του ο
Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όταν είπε την Τρίτη: «ο ΣΥΡΙΖΑ
έχει δοκιμάσει σε κάποιο βαθμό να παίξει ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών ενάντια
στη Γερμανία» και ότι «θα ήμασταν αρκετά ανόητοι να εμπλακούμε σε αυτό».
Η
Ελλάδα, σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να βρεθεί σε τρομερή κατάσταση, αλλά ο
ΣΥΡΙΖΑ θα επιβιώσει πολιτικά, για μια στιγμή. Ελπίζω να μην είναι αυτοί οι
υπολογισμοί πίσω από τις πρόσφατες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης,
όπως το
να προσθέσουν ξαφνικά την ελάφρυνση του χρέους ξανά στον κατάλογο των
απαιτήσεων για κάτι που είναι, εξάλλου, μόνο μια προκαταρκτική συμφωνία για την
ολοκλήρωση της τρέχουσας διάσωσης.
Η ελάφρυνση του χρέους σε αντάλλαγμα για τις
μεταρρυθμίσεις θα ήταν μια πρόταση που θα περίμενε κανείς για την νέα συμφωνία
διάσωσης που θα ακολουθούσε.
Εάν ο
Τσίπρας έχει παραιτηθεί από την μια συμφωνία και τώρα απλά προσπαθεί να
κατασκευάσει ένα φινάλε για να διατηρήσει την πολιτική υποστήριξη του, όχι μόνο
η Ελλάδα θα υποφέρει ακόμα περισσότερο, αλλά υποψιάζομαι ότι και η πολιτική του
καριέρα θα είναι βραχύβια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απλά δεν είναι εξοπλισμένος, είτε
ιδεολογικά είτε με όρους επάρκειας, να βγει σε μια ταχεία ανάκαμψη μετά από μία
χρεοκοπία. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ένα τέτοιο κατόρθωμα θα
κάνουν τις απαιτήσεις της διάσωσης να μοιάζουν χαλαρές.