Η «σιδηρά κυρία» της Γερμανίας κινδυνεύει. Και εμείς έχουμε κάθε λόγο
να ανησυχούμε. Το κύμα των προσφύγων στη Γερμανία έχει ρίξει τη δημοτικότητα
της καγκελαρίου για πρώτη φορά από την εκλογή της. Ο κυβερνητικός εταίρος από
το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας εκφράζει ανοικτά διαφωνίες για τους χειρισμούς
της. Και ήδη οι σχολιαστές μιλάνε γι' αυτό που μέχρι πριν από λίγους μήνες
φαινόταν αδιανόητο: τη μετά Μέρκελ εποχή. Ακόμα αντέχει. Αν ανατραπεί, όμως, θα
είναι μια πολύ άσχημη εξέλιξη για την Ελλάδα.
Οι λόγοι είναι κυρίως πολιτικοί. Η Γερμανία έχει αντέξει καλύτερα από όλες σχεδόν
τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην επέλαση του λαϊκισμού. Η πολιτική της κ.
Μέρκελ, σε συνδυασμό με την οικονομική ισχύ της χώρας, αποτελούν τον κατεξοχήν
σταθεροποιητικό παράγοντα σε μια Ευρωζώνη που όλο και περισσότερο
χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιπαλότητες και διαμετρικά αντίθετες
τοποθετήσεις σε καίρια ζητήματα στρατηγικής.
Η ανατροπή της δεν θα σημαίνει
στροφή προς τα αριστερά, αλλά αντίθετα απ' ό,τι κάποτε πίστευαν οι εγχώριοι
θαυματοποιοί, στροφή προς τα δεξιά. Θα είναι νίκη της ξενοφοβίας και της
μισαλλοδοξίας και ήττα της ευρωπαϊκής ιδέας και της αλληλεγγύης.
Είναι ευτύχημα το ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και την τελευταία
στιγμή, κατάφερε να υπογράψει το Μνημόνιο συνεργασίας με την Ευρώπη. Η χώρα
ωστόσο, έχοντας εξαντλήσει με περισσή αφροσύνη όλα της τα αποθεματικά,
παραμένει απολύτως εξαρτημένη από τη χρηματοδότηση της τρόικας.
Την περίοδο
λοιπόν που περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε την κοινοτική αλληλεγγύη,
κινδυνεύουμε να έχουμε απέναντί μας την πιο σκληρή και ανένδοτη Ευρώπη. Για να
το πούμε διαφορετικά: αν ξαναβρεθούμε σε ανάλογη κατάσταση με αυτήν που
βρεθήκαμε τον Ιούλιο, είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ο διάδοχος της κ. Μέρκελ,
είτε είναι ο κ. Σόιμπλε είτε όχι, θα μπορέσει ή θα θελήσει να επεξεργαστεί ένα
νέο πακέτο διάσωσης.
Προφανώς είναι η ώρα για «plan Β». Οπου «plan B» δεν είναι το πώς θα βγούμε από το
ευρώ, αλλά τι θα κάνουμε αν και όταν η σημερινή κυβέρνηση αποδειχθεί ανίκανη να
εφαρμόσει τη συμφωνία.
Για την ώρα βέβαια αποδεικνύεται εξαιρετικά επιμελής
στην εφαρμογή του Μνημονίου. Κοινοβουλευτικά δείχνει να μην έχει πρόβλημα και
δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να εφαρμόσει όλα όσα κατήγγειλε στο παρελθόν:
πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, διαδικασίες επείγοντος, τροπολογίες στις
τροπολογίες, μερικές «εκ παραδρομής», χωρίς να τις γνωρίζουν καν οι υπουργοί.
Η συνολική εικόνα όμως παραμένει ανησυχητική. Στα κρίσιμα ζητήματα, όπως στα «κόκκινα»
δάνεια, ο κ. Τσίπρας επανέρχεται στην πολιτική διαπραγμάτευση παίζοντας με τον
χρόνο και την απειλή για «κούρεμα» των καταθέσεων.
Το δίλημμα που μοιάζει να
του βάζουν οι Ευρωπαίοι είναι αν θέλεις να σώσεις τα σπίτια αυτών που
δανείστηκαν, τότε θα χάσουν τα λεφτά τους αυτοί που τους δάνεισαν, δηλαδή οι
καταθέτες.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι βρίσκει στήριξη από τους
αναρμόδιους που δεν βάζουν τα λεφτά, όπως ο πρόεδρος Σουλτς, αλλά παίρνει
τελεσίγραφα από αυτούς που μετράνε, όπως ο κ. Μοσκοβισί. Και τα δάνεια είναι
μόνο η αρχή. Ακολουθούν τα πραγματικά δύσκολα: Ασφαλιστικό και αγρότες.
Οσο για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, για το κυρίως ζητούμενο δηλαδή, ούτε κουβέντα.
Μόνο η συνεχιζόμενη εχθρότητα προς καθετί που έχει σχέση με τον ιδιωτικό τομέα
και η μονόπλευρη εμμονή στην αύξηση των φόρων. Την ίδια στιγμή οι υπουργοί
κινούνται στον κόσμο τους. Η περίπτωση Φίλη είναι χαρακτηριστική.
Ως διευθυντής
της «Αυγής» είχε φιλοξενήσει αμέτρητες δηλώσεις συριζαίων που χαρακτήριζαν
γενοκτονία και τις πιο απλές αποφάσεις της διοίκησης. Αίφνης όμως ξύπνησε ο
«αιώνιος» φοιτητής της Νομικής μέσα του και εξέφρασε τη διαφωνία του για το αν
«νομικά» είναι σωστός ο όρος γενοκτονία. Βρεθήκαμε λοιπόν να συζητάμε στα
σοβαρά, μεταξύ μας, για το αν ήταν αιματηρή εθνοκάθαρση ή γενοκτονία οι σφαγές
των Ποντίων. Μωραίνει Κύριος...
Η ένταση πάντως με την οποία ανταποκρίθηκε η αντιπολίτευση στο θέμα, οι κραυγές
ακόμα και για ποινική δίωξη, είναι ενδεικτική της αμηχανίας της. Πρωτοβουλίες
μηδέν. Οσο περνά ο καιρός, μάλιστα, γίνεται όλο και πιο φανερό το πλαίσιο μέσα
στο οποίο θα κινηθεί. Θα ψηφίζει ό,τι δεν έχει πολιτικό κόστος, όπως το
νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, και θα καταψηφίζει καθετί
που θίγει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
Οσο για το ΚΚΕ, θα δίνει σάρκα και
οστά στην κοινωνική αντίδραση, κινητοποιώντας όπου και όσους μπορεί. Η απεργία
της ΠΝΟ έδωσε μια πρόγευση. Πόσο καιρό μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι; Μια χώρα
που νομίζει ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τους πιστωτές και στην πραγματικότητα
τρώει τις σάρκες της.