Στη δημοσιογραφία, όταν ασκείται ελεύθερα και όχι υπό κομματική
καθοδήγηση, ισχύει ο απαράβατος κανόνας πως «τα σχόλια είναι ελεύθερα, αλλά η
είδηση είναι ιερή». Μόνο που συχνά-πυκνά η «ιερότητα» μιας είδησης είναι από
δύσκολο μέχρι και αδύνατο να επιβεβαιωθεί με αδιάψευστο τρόπο, οπότε μοιραία
καταφεύγουμε σε έμμεσους τρόπους αξιολόγησης της βασιμότητάς της. Στην
αξιοπιστία και στο κύρος αυτού που τη μεταδίδει, αλλά και αυτού που την
αμφισβητεί.
Σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει η περίπτωση του
δημοσιεύματος της «Die Welt». Ξεκάθαρη απάντηση -»ναι, υπάρχει» ή «όχι, δεν
υπάρχει» έκθεση που να μιλάει για «ακυβέρνητη χώρα»- δεν μπορεί να δοθεί από τη
γερμανική πρεσβεία για προφανέστατους λόγους. Αρα η κάθε πλευρά μπορεί άνετα να
υποστηρίζει την άποψή της για την άποψη που έχουν ή δεν έχουν οι Γερμανοί
διπλωμάτες για την
κυβέρνησή μας.
Πέρα,
όμως, από τα δημοσιεύματα, τις διαψεύσεις και την
εύλογη διπλωματική αμηχανία
υπάρχει και η πραγματικότητα, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να
τεθεί υπό αμφισβήτηση. Κι εκείνο που εν προκειμένω καταγράφεται είναι ότι η
διαπραγμάτευση δεν εξελίσσεται με τους αρχικά προγραμματισμένους ρυθμούς και
άρα τα όποια οφέλη από την εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων, όπως π.χ. η
συζήτηση για το χρέος, μοιραία μετατίθεται για αργότερα.
Αυτό είναι δεδομένο. Και, το χειρότερο, είναι ένα έργο που
το έχουμε ξαναδεί. Τόσο από τη σημερινή κυβέρνηση όσο και από τις προηγούμενες
που, φοβούμενες το πολιτικό κόστος, καθυστερούσαν όσο μπορούσαν τη διαπραγμάτευση,
ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα, που όμως ποτέ έως τώρα δεν έγινε και είναι
περισσότερο από βέβαιο πως ούτε και τώρα υπάρχει πιθανότητα να γίνει. Αλλωστε,
αυτό που πληρώνουμε σήμερα είναι το επτάμηνο του Βαρουφάκη.
Γιατί το
μόνο βέβαιο είναι δυστυχώς αυτό. Πως όσο η διαπραγμάτευση παρατείνεται, τόσο το
κόστος που καλούμαστε να πληρώσουμε μεγαλώνει και τόσο η έξοδος από την κρίση
απομακρύνεται.
Που είναι και οι μόνες τελικά εξελίξεις που ενδιαφέρουν τον
Ελληνα πολίτη, ο οποίος θέλει να ελπίζει ότι κάποτε θα μπει επιτέλους το φρένο
σ’ αυτή την πεντάχρονη ανεξέλεγκτη κατηφόρα που έχει παρασυρθεί.