Ο
Φρανσουά Ολάντ έδωσε την εντολή για τις πρώτες γαλλικές αεροπορικές επιδρομές
κατά του ISIS στην Συρία τον Σεπτέμβριο. Οι ριπές του μαζικού θανάτου τσάκισαν
το Παρίσι και την Ευρώπη δύο μήνες αργότερα, δύο ημέρες πριν από τη σύνοδο της
G20 στην Ατάλλεια της Τουρκίας και ακριβώς πέντε ημέρες πριν από τον,
προγραμματισμένο, απόπλου του Charles de Gaulle, του μοναδικού αεροπλανοφόρου
της Γαλλίας, για τον Περσικό Κόλπο και τον σκληρό πυρήνα των επιχειρήσεων κατά
του ISIS σε Συρία και Ιράκ.
Στρατιωτικοί σχεδιασμοί και πολιτικές ατζέντες δεν
μπορούν, όμως, επ’ ουδενί να είναι ίδιες μετά τη νύχτα της μεγάλης
βαρβαρότητας. Και η 13η του Νοέμβρη στοιχειώνει ήδη μια Ευρώπη γονατισμένη από
τον τυφλό φονταμενταλισμό του ISIS, διχασμένη για το προσφυγικό και διαβρωμένη
από φοβικές, αδύναμες και ελλιποβαρείς ηγεσίες.
Οι αναλυτές προεξοφλούν ήδη ότι οι τρομοκρατικές
επιθέσεις στο Παρίσι θα αφήσουν βαρύ αποτύπωμα στις πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις σε Γαλλία και Ευρώπη και θα κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπιση
του προσφυγικού και την διατήρηση της αρχής των ανοιχτών συνόρων.
Ο ίδιος ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε
Μεζιέρ έσπευσε χθες να καλέσει άπαντες «να μην συνδέουν την εγκληματική επίθεση
στο Παρίσι με το προσφυγικό». Οι συνήθεις εμπρηστές, όμως, έσπευσαν επίσης να
δώσουν στίγμα των όσων θα ακολουθήσουν.
Πρώτη η Πολωνία, με μια κίνηση που
πυροδότησε κύμα αντιδράσεων, συνέδεσε ευθέως τις επιθέσεις στο Παρίσι με το
προσφυγικό και διαμήνυσε ότι δεν θα δέχεται πλέον πρόσφυγες στο έδαφός της παρά
τα όσα προβλέπουν οι συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τις οποίες
επικρίναμε, για την μετεγκατάσταση των προσφύγων σε όλες τις χώρες της ΕΕ
αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι
δεν βλέπουμε ότι υπάρχουν πολιτικές πιθανότητες να σεβαστούμε αυτή τη
νομοθεσία», έγραψε ο Πολωνός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων σε δεξιά ιστοσελίδα.
«Επί αρκετούς μήνες», επισημαίνει σε ανάλυσή του το
Stratfor, «η προσοχή έχει επικεντρωθεί στην γειτονική Γερμανία. Μεγάλος αριθμός
μεταναστών εισέρχεται στη Γερμανία από τα ανατολικά και τα νότια, ενώ πολύ
λίγοι από αυτούς προχωρούν προς τη Γαλλία.
Ως αποτέλεσμα η Γαλλία είχε
διατηρήσει ένα σχετικά χαμηλό προφίλ στις προσπάθειες να αποσοβήσει τη ροή των
μεταναστών, αν και έχει παραστεί σε αρκετές συνόδους για το θέμα και έχει
στηρίξει τις προσπάθειες της Γερμανίας για μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο
σε όλη την Ευρώπη.
Ωστόσο, οι επιθέσεις στο Παρίσι εκτιμάται ότι θα
ενισχύσουν την επιχειρηματολογία των ομάδων εκείνων που ζητούν να σταματήσει η
ροή των μεταναστών και να κλείσουν τα σύνορα σε χώρες όπως η Γερμανία, η
Σουηδία και στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης».
Η ίδια απειλή, άλλωστε, της τυφλής, φοβικής σύνδεσης
των τρομοκρατικών χτυπημάτων στο Παρίσι με το προσφυγικό γίνεται ήδη όπλο στα
χέρια των εθνικιστικών και ακραίων πολιτικών φορέων στη Γαλλία και την Ευρώπη.
Η Μαριν Λε Πεν, έστειλε ήδη το μήνυμά της χθες, και σήκωσε το λάβαρο των
κλειστών συνόρων με το βλέμμα στραμμένο στις περιφερειακές εκλογές του επόμενου
μήνα: «Η Γαλλία», δήλωσε «πρέπει να αποφασίσει ποιοι είναι οι φίλοι της και
ποιοι οι εχθροί της. Οι εχθροί της Γαλλίας είναι εκείνοι που διατηρούν δεσμούς
με τον Ισλαμισμό. Μια για πάντα, η Γαλλία πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο των
συνόρων της».
«Το Εθνικό Μέτωπο», επισημαίνει σε άρθρο του στους
Financial Times ο Gideon Rachman, «που έχει μια μακρά ιστορία σύγκρουσης με
τους Μουσουλμάνους μετανάστες και το οποίο έχει ταχθεί υπέρ της αποκατάστασης
των συνοριακών ελέγχων – μπορεί να βγει κερδισμένο από τις επιθέσεις.
Ορισμένα
από τα επιχειρήματα του άλλωστε είχαν αρχίσει ήδη να ενσωματώνονται στον λόγο
των παραδοσιακών κομμάτων της κεντροδεξιάς» - μια ενσωμάτωση που είναι πλέον
κάτι περισσότερο από εμφανής στον λόγο του Νικολά Σαρκοζί.
Με τη γαλλική κοινωνία σε κατάσταση σοκ και την Ευρώπη
πολιτικά αμήχανη και αδύναμη, είναι ακόμη πρώιμο να εκτιμηθεί σε ποια έκταση
μπορεί να βρει έδαφος αυτό το «δίκαιο του τρόμου» και των άκρων.
Κι η ασπίδα
και η ελπίδα ίσως παραμένει ακόμη συμπυκνωμένη σε ό,τι είχε πει, από το 1775
ακόμη, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος: «Αυτοί που θα παραιτούνταν από τις βασικές τους
ελευθερίες για να εξαγοράσουν μια προσωρινή ασφάλεια, δεν αξίζουν ούτε
Ελευθερία, ούτε Ασφάλεια».