Η πορεία των πολιτικών πραγμάτων στον
τόπο μας είναι εμφανής και δεν χρειάζεται κανείς να έχει υπερφυσικές ιδιότητες
για να μαντέψει προς τα που πάει το πράγμα: Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία βαίνει
προς ταχύτατο εκφυλισμό, αποτυγχάνοντας πλέον να επιτελέσει και τις πιο
στοιχειώδεις λειτουργίες αντιπροσώπευσης, κρατικής λειτουργίας, προστασίας των
πολιτών, εξασφάλισης ενός στοιχειώδους μέλλοντος για τη χώρα και τον λαό της.
Έχουμε λοιπόν πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους νόμους των άλλων, αλλά πολύ
περισσότερο είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς, παρά μιμητές τους.
Και
ονομάζεται το πολίτευμά μας δημοκρατία, επειδή η εξουσία δε βρίσκεται στα χέρια
των ολιγαρχικών, αλλά του δήμου. Και μπροστά στους νόμους, ως προς τις
ιδιωτικές τους διαφορές, όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα, ενώ για την
προσωπική τους ανάδειξη, καταπώς ξεχωρίζει ο καθένας σε κάτι προτιμάται στα
δημόσια αξιώματα, όχι τόσο για τη σειρά του, όσο περισσότερο για την προσωπική
του ικανότητα· ούτε πάλι κάποιος, εξαιτίας της φτώχειας του, και ενώ μπορεί να
κάνει κάτι καλό στην πόλη, εμποδίζεται από την ασημότητα της κοινωνικής του
θέσης.
Ποια εικόνα «αξιοσύνης» και «ικανότητας» υπηρετεί σήμερα ο πρωθυπουργός της
χώρας –ένας αγράμματος νεόπλουτος, ηθικός και ιδεολογικός χαμαιλέοντας,
εθισμένος στην ανθρωποφαγία της εξουσιαστικής ίντριγκας; Ή μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά τον
ανώτατο αξιωματούχο επί της Παιδείας – έναν αισχρό γραφειοκράτη, που επί
δεκαετίες επιπλέει στα δημόσια πράγματα ως συντονιστής της εσωτερικής
ιδεολογικής αστυνομίας του κόμματός του;
Κι ακόμα, μπορεί κάποιος που αξίζει,
αν είναι φτωχός, να κάνει κάτι καλό στην «πόλη», δίχως να τον εμποδίζει η
ασημότητα της κοινωνικής του θέσης; Όχι. Στην Ελλάδα, δημόσια επιφάνεια έχουν
οι μαφιόζοι, σαν τον Μαρινάκη. Ενώ, ούτε ένα παράδειγμα επιχείρησης που
ασκεί ενάρετη, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά,
παραγωγική δραστηριότητα, δεν βρίσκει τη θέση του στον δημόσιο χώρο
– έστω ως πρότυπο για την έξοδό μας από την κρίση.
Ιδού η βάση των πολιτικών ανισοτήτων που αντιμετώπισε η Ελλάδα κατά την ύστερη μεταπολίτευση και που πλέον βρίσκονται σε παροξυσμό, υπονομεύοντας την συλλογική λειτουργία του έθνους:
Ιδού η βάση των πολιτικών ανισοτήτων που αντιμετώπισε η Ελλάδα κατά την ύστερη μεταπολίτευση και που πλέον βρίσκονται σε παροξυσμό, υπονομεύοντας την συλλογική λειτουργία του έθνους:
Οι φορείς της αδράνειας μιας αξιακής,
ηθικής, πολιτιστικής, παιδευτικής παρακμής διέβρωσαν εκ των έσω τη λειτουργία
της δημοκρατίας και κατέλαβαν εξ εφόδου τις στρατηγικές της θέσεις –γεγονός που
είχε και κοινωνικό-ταξικό αντίκτυπο, καθώς το μπλοκ του
εκμαυλισμού είχε διευρυμένη συμμετοχή στην εξουσία, και στην ποικιλότροπη ληστεία
του δημόσιου πλούτου.
Και υπό αυτήν την έννοια, θέσεις όπως αυτήν που εξέφρασε ο πρώην υπουργός Παιδείας Αρ. Μπαλτάς, ότι η αριστεία είναι ρετσινιά, δεν απηχούν μόνο σε μια μηδενιστική αντίληψη της ισότητας, που την προσεγγίζει ως ισοπέδωση προς τα κάτω, αλλά αποτελούν και οργανική ιδεολογία της κυριαρχίας που ασκούν οι δυνάμεις της χειριστοκρατίας στη χώρα.
Και υπό αυτήν την έννοια, θέσεις όπως αυτήν που εξέφρασε ο πρώην υπουργός Παιδείας Αρ. Μπαλτάς, ότι η αριστεία είναι ρετσινιά, δεν απηχούν μόνο σε μια μηδενιστική αντίληψη της ισότητας, που την προσεγγίζει ως ισοπέδωση προς τα κάτω, αλλά αποτελούν και οργανική ιδεολογία της κυριαρχίας που ασκούν οι δυνάμεις της χειριστοκρατίας στη χώρα.
Έχουμε αγγίξει, στ’ αλήθεια, το ναδίρ –το οποίο αποτελεί αδήριτο γεγονός,
όσο και αν το αρνούνται οι πολιτικές ελίτ του τόπου. Γι’ αυτό και όσο πιο βαθιά
μέσα του πορευόμαστε, άλλο τόσο ενισχύονται τεχνηέντως τα παρωχημένα,
εμφυλιοπολεμικά πολεμικά πάθη: Πρόκειται για μια κοινωνική μηχανική που
στοχεύει στην τεχνητή πόλωση, μέσα στην οποία αποκτούν και πάλι λόγο ύπαρξης οι
αρχιτέκτονές τους.
Και, στ’ αλήθεια, υπό αυτό το πρίσμα έχει ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε την
πραγματική βάση που κρύβεται πίσω από έναν οργουελιανό ψευδοανθρωπισμό,
απέναντι στις δεκάδες χιλιάδες των απελπισμένων προσφύγων που εγκλωβίστηκαν
στην χώρα μας.
Αφού οι άρχουσες τάξεις της Δύσης και τα αποικιακά γεωπολιτικά
συμφέροντα έχουν επιλέξει να τους εγκαταστήσουν στην Ευρώπη και να μεταβάλουν
τη χώρα μας σε μεθοριακό σταθμό διύλισης των πληθυσμιακών μετακινήσεων, αυτοί
παίζουν, με τα αργύρια του μεγάλου κεφαλαίου, τους προστάτες προς άγραν νέων
πελατών για την μελλοντική πολιτική τους επιβίωση: Μια παράδοξη εφαρμογή της
περίφημης ρήσης του Μπρεχτ, όπου η πολιτική επιτροπή αποφάσισε να εκλέξει άλλον
λαό και, ταυτόχρονα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα προς μελέτη για την πραγματική
λειτουργία του οργουελιανού newspeak, το οποίο εγκαινιάζει μια «…πλήρη
αλλοίωση της γλώσσας, με την έννοια ότι οι λέξεις δεν έχουν πια την αρχική
κυριολεκτική σημασία τους και καταλήγουν μάλιστα να σημαίνουν κάτι το εντελώς διαφορετικό».
Οι κοινωνίες, όμως, δεν συγχωρούν το κενό. Γι’ αυτό και σήμερα, στη βάση της
ελληνικής κοινωνίας, δεν υπάρχει πιο απονομιμοποιημένη έννοια και ιδέα από
αυτήν της δημοκρατίας. Μια μικρή σφυγμομέτρηση στον κοινωνικό περίγυρο του
καθενός αρκεί για να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Μήπως χρειάζεται να εξηγήσουμε παραπάνω, για να προβλέψουμε το προϊόν αυτής της εκρηκτικής χημικής εξίσωσης; Έχουμε μακρά ιστορία και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της καθοδικής μας σπείρας είναι γνωστά: Έξαρση των εμφύλιων παθών, διανθισμένη με σποραδικές εξεγέρσεις των εγκλωβισμένων, ολική εθνική καταστροφή και κοινωνική καθίζηση.
Μήπως χρειάζεται να εξηγήσουμε παραπάνω, για να προβλέψουμε το προϊόν αυτής της εκρηκτικής χημικής εξίσωσης; Έχουμε μακρά ιστορία και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της καθοδικής μας σπείρας είναι γνωστά: Έξαρση των εμφύλιων παθών, διανθισμένη με σποραδικές εξεγέρσεις των εγκλωβισμένων, ολική εθνική καταστροφή και κοινωνική καθίζηση.
Πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία αυτήν την εξέλιξη. Και κάτι τέτοιο
μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια
μεγάλη πνευματική και πολιτιστική επανάσταση, που θα ορίσει ξανά
το περιεχόμενο, τις αρχές και τις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος: Μια
Τέταρτη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία δεν θα υπονομεύεται, όπως η παρούσα, από
τα κυρίαρχα, καθημερινά πρότυπα, τα ήθη και τις πρακτικές. Διότι, στο κλίμα του
χυδαίου οικονομισμού των τελευταίων δεκαετιών απωλέσαμε μεταξύ άλλων
τη λειτουργική, πρακτική σημασία που έχει η Παιδεία, ο
Πολιτισμός, οι αξίες και τα πρότυπα για τη συλλογική, δημοκρατική ζωή μιας
κοινωνίας.
Τι πιο χαρακτηριστικό, ως προς αυτό, από την αντιπαραβολή
του νόμιμου και του ηθικού που πραγματοποίησε ο τελευταίος
λαοφιλής ηγέτης της δεξιάς παράταξης στη χώρα μας;
Το δίλημμα έχει τεθεί. Ο Επιτάφιος του Περικλή είναι στα σχολικά βιβλία και περιμένει –όπως και περιμένει όλη η αστείρευτη παράδοση του ελληνικού αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου ουμανισμού– για να συμβάλει σε έναν εκσυγχρονισμό, μια επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.
Το δίλημμα έχει τεθεί. Ο Επιτάφιος του Περικλή είναι στα σχολικά βιβλία και περιμένει –όπως και περιμένει όλη η αστείρευτη παράδοση του ελληνικού αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου ουμανισμού– για να συμβάλει σε έναν εκσυγχρονισμό, μια επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.
Ο Φίλης, και όλα αυτά που συμβολίζει η φιγούρα
του, τα οποία ξεκινούν, αλλά δεν σταματούν στα όρια της «αριστεράς» (sic!),
και καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα του τόπου, θέλει να υπονομεύσει αυτήν την
προοπτική, διότι του αφαιρεί το μονοπώλιο στα δημόσια πράγματα. Η στρατηγική
του, όμως, είναι αυτή που εν τέλει δημιουργεί εξ αντανακλάσεως τη διολίσθηση σε
μια ακόμα σκοτεινή περίοδο για τη χώρα, ίσως την τελευταία –αν κρίνουμε από την
πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δείκτες βιωσιμότητάς της…